- τυπολογία
- η, Ν1. η διεργασία συστηματοποίησης και ο καθορισμός τών τύπων στους οποίους είναι δυνατόν να ταξινομηθούν τα αντικείμενα και τα φαινόμενα ενός οποιουδήποτε τομέα γνώσης, καθώς και η ταξινόμηση που προκύπτει από τη διεργασία αυτή2. (ψυχολ.) κλάδος τής ψυχολογίας που μελετά τους τύπους στους οποίους μπορούν να ταξινομηθούν τα διάφορα άτομα, με βάση είτε μια συγκεκριμένη ψυχική λειτουργία, λ.χ. τη μνήμη, είτε μια σύμπλοκη ομάδα ιδιοτήτων τής προσωπικότητας, όπως είναι λ.χ. η συμπεριφορά3. γλωσσ. τρόπος μελέτης τής δομής ενός ιδιώματος ή μιας ομάδας ιδιωμάτων σε συσχέτιση και αναφορά με έναν καθορισμένο τύπο, χωρίς να λαμβάνονται υπ' όψιν η ιστορική εξέλιξη και οι μεταξύ τους σχέσεις4. η θεωρία κατά την οποία γεγονότα τής Καινής Διαθήκης προεικονίζονται στην Παλαιά Διαθήκη5. το σύνολο τών εθιμοτυπικών κανόνων, η εθιμοτυπία6. φρ. α) «τυπολογία εκμετάλλευσης»(οικον.) η συστηματική κατάταξη τών εκμεταλλεύσεων κατά τύπουςβ) «τυπολογία τών γλωσσώνγλωσσ. η διάκριση τών γλωσσών σε διαφόρους τύπους με βάση τη δομή τους και τις σχέσεις μεταξύ τής μορφής τών λέξεων και τών συντακτικών τους λειτουργιών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. typology (< τύπος + -λογία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κ. Ασώπιο].
Dictionary of Greek. 2013.